κορυζα

κορυζα
    κόρυζα
    ἥ
    1) насморк, гнойное истечение из носа
    

(κορύζης τέν ῥῖνα μεστός Luc.)

    2) тупоумие
    

(λῆρος καὴ κ. Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κορυζα" в других словарях:

  • κόρυζα — mucous discharge from the nostrils fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — η 1. ασθένεια που προσβάλλει τις κότες. 2. συνάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορυζᾷ — κορυζάω have a catarrh pres subj mp 2nd sg κορυζάω have a catarrh pres ind mp 2nd sg (epic) κορυζάω have a catarrh pres subj act 3rd sg κορυζάω have a catarrh pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύζας — κορύζᾱς , κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem acc pl κορύζᾱς , κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen sg (doric aeolic) κορύζᾱς , κορυζάω have a catarrh imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζιάζω — [κόρυζα] πάσχω από κόρυζα …   Dictionary of Greek

  • κορυζᾶν — κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen pl (doric aeolic) κορυζάω have a catarrh pres part act masc voc sg (doric aeolic) κορυζάω have a catarrh pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κορυζάω have a catarrh pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζέων — κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen pl (epic ionic) κορυζάω have a catarrh pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζῶν — κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen pl κορυζάω have a catarrh pres part act masc voc sg κορυζάω have a catarrh pres part act neut nom/voc/acc sg κορυζάω have a catarrh pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κορυζάω have a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύζαις — κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύζης — κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen sg (attic epic ionic) κορυζάω have a catarrh pres ind act 2nd sg κορυζάω have a catarrh imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»